Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξημερώνομαι
ρήμα παθητικό

addomestica`rsi

εξημερώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 addomestica`re, ammansi`re εξημερώνω ένα άγριο ζώο == addomesticare un animale selvatico | εξημερώνω ένα φυτό == addomesticare una pianta selvatica
2 incivili`re εξημερώνω μία άγρια φυλή == incivilire una tribù selvaggia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξημερωμένος εξημέρωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---