Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξηγιέμαι
ρήμα παθητικό

lo stesso che [εξηγούμαι]

εξηγούμαι
ρήμα παθητικό

spiega`rsi, farsi capi`re / inte`ndere δεν εξηγήθηκα καλά == non mi sono spiegato bene | τώρα εξηγούνται όλα! == adesso si spiega tutto! | εξηγηθήκαμε; == ci siamo spiegati?

εξηγώ  
ρήμα μεταβατικό

1 spiega`re, interpreta`re εξηγώ μια θεωρία == spiegare una teoria
2 spiega`re, chiari`re, giustifica`re μπορείς να μου εξηγήσεις τη συμπεριφορά σου; == mi puoi spiegare il tuo comportamento?

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξηγητός εξηγορεμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---