Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόέξαλλος
επίθετο 1 οργισμένος furio`so, furibo`ndo, fuo`ri di sé είμαι έξαλλος == essere furioso / furibondo | είμαι έξαλλος από οργή == essere fuori di sé dalla rabbia | γίνoμαι έξαλλος == diventare furibondo, andare su tutte le furie 2 ξέφρενος forsenna`to, folle, frene`tico, sfrena`to, pazze`sco o έξαλλος ρυθμός της σημερινής ζωής == il ritmo forsennato / frenetico della vita odierna | έξαλλες εκδηλώσεις ενθoυσιασμού == pazzesche manifestazioni di esultanza 3 εκκεντρικός stravaga`nte, bizza`rro, ecce`ntrico έξαλλο ντύσιμο == abbigliamento stravagante permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |