Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξάλειψη  
ουσιαστικό θηλυκό

cancellazio`ne ~f~, eliminazio`ne ~f~, estinzio`ne ~f~, annullame`nto ~m~ εξάλειψη χρέους == estinzione di un debito

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξαλείφω έξαλλα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---