Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξακριβωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [εξακριβώνω]
2 verifica`to, accerta`to, appura`to, constata`to εξακριβωμένες πληροφoρίες == notizie verificate

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξακόσοι εξακριβώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---