Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξακριβωμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [εξακριβώνω] 2 verifica`to, accerta`to, appura`to, constata`to εξακριβωμένες πληροφoρίες == notizie verificate permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |