Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξακόντιση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 lo scaglia`re ~m~, la`ncio ~m~
2 ((figurato)) lo scaglia`re ~m~, il lancia`re ~m~, il pronuncia`re ~m~, il proferi`re ~m~ εξακόντιση απειλών == il proferire delle minacce

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξακοντίζω εξακοντιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---