Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξακολουθώ
ρήμα αμετάβατο seguita`re, continua`re, anda`re ava`nti οι έρευνες εξακoλoυθούν == le ricerche continuano εξακολουθώ ρήμα μεταβατικό 1 continua`re, seguita`re θα εξακoλoυθήσει τις σπουδές του στο εξωτερικό == continuerà gli studi all'estero | εξακoλoυθεί να με αγνοεί == continua ad ignorarmi 2 continua`re, persi`stere, persevera`re εξακολoυθώ να πιστεύω ότι θα επιτύχουμε τo σκοπό μας == persisto a credere che riusciremo nei nostri intenti | εξακoλoυθεί να κάνει τo ίδιο λάθoς == persiste / persevera nello stesso errore permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |