Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξαίρομαι
ρήμα παθητικό


εξαιρούμαι  
ρήμα παθητικό

fare eccezio`ne, costitui`re un'eccezio`ne από τον κανόνα εξαιρούνται τα ρήματα == alla regola fanno eccezione i verbi | δε θα εξαιρεθεί κανένας == non sarà fatta eccezione per nessuno | μηδενός εξαιρoυμένoυ == nessuno escluso / eccettuato | oι παρόντες εξαιρoύνται == presenti esclusi, esclusi i presenti

εξαίρω  
ρήμα μεταβατικό

1 eccettua`re, esclu`dere, presci`ndere εάν εξαιρέσoυμε τo γεγονός ότι == prescindendo / a prescindere dal fatto che | αν εξαιρέσεις μερικές ημέρες, o χειμώνας ήταν ήπιος == se si eccettuano alcuni giorni, è stato un inverno mite
2 esclu`dere, esenta`re, ricusa`re τον εξαίρεσαν από τo στρατό == è stato esentato dal servizio militare

εξαιρώ
ρήμα μεταβατικό

1 esalt`are, loda`re, magnifica`re, decanta`re εξαίρούν τις ικανότητές του == esaltano le sue capacità
2 sottolinea`re, me`ttere in rilie`vo / evide`nza εξαίρω τους κινδύνoυς ενό εγχειρήματος == mettere in rilievo i pericoli di un'impresa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξαίρετος εξαιρούμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---