Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξαίρεση
ουσιαστικό θηλυκό 1 eccezio`ne ~f~ κάθε κανόνας έχει τις εξαιρέσεις του == ogni regola ha le sue eccezioni | η περίπτωσή του αποτελεί εξαίρεση == il suo caso costituisce un'eccezione | θα κάνουμε μια εξαίρεση για Σας == per Lei faremo un'eccezione 2 αποκλεισμός esenzio`ne ~f~, εξαίρεση από το στρατό == esenzione dal servizio militare 3 diritto ricusazio`ne ~f~ εξαίρεση μάρτυρος == ricusazione di un teste medicina asportazio`ne ~f~ εξαίρεση όγκού == asportazione di un tumore | κάνω μια εξαίρεση στον κανόνα == fare uno strappo alla regola +++ εξαιρέσει == ad eccezione, eccetto | κατ'εξαίρεσιν == per eccezione, eccezionalmente, in via (del tutto) eccezionale | άνευ εξαιρέσεως == senza eccezione, nessuno escluso / eccettuato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |