Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›εξάδελφος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

εξάδελφος  
ουσιαστικό αρσενικό

cugi`no ~m~

εξαδέλφη
ουσιαστικό θηλυκό

cugi`na ~f~

permalink
‹ εξαδάχτυλος
εξαεδρικός ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εξάγωνο [ουσ ουδ.]
εξάγωνος [επίθ.]
εξάδα [θηλ.ουσ]
εξαδάχτυλος [επίθ.]
εξαδέλφη η πληθ. κα...
εξάδελφος ο πληθ. κα...
εξαεδρικός [επίθ.]
εξάεδρο [ουσ ουδ.]
εξάεδρος [επίθ.]
εξαερίζομαι [ρ. παθ.]
εξαερίζω {εξαέρισ-α...
εξαερισμένος [επίθ.]
εξαερισμός [ουσ αρσ ]
εξαεριστήρας [ουσ αρσ ]
εξαεριώνομαι [ρ. παθ.]
εξαεριώνω {εξαέρω-σα...
εξαερώνομαι [ρ. παθ.]
εξαερώνω (εξαέρ-ωσα...
εξαέρωση {-ης κ. -ώ...
εξαερώσιμος [επίθ.]


{{ID:EXADELFOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti