Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξαερίζομαι
ρήμα παθητικό εξαερίζω ρήμα μεταβατικό aera`re, arieggia`re, ventila`re εξαερίζω ένα δωμάτιο == arieggiare una stanza permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |