Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξάγομαι
ρήμα παθητικό

risulta`re

εξάγω  
ρήμα μεταβατικό

1 estra`rre, cava`re, asporta`re, to`gliere εξάγω ένα δόντι == estrarre un dente
2 esporta`re εξάγούν ροδάκινα και βερίκοκα == esportano pesche e albicocche
3 ((figurato)) dedu`rre, trarre εξάγω ένα συμπέρασμα == trarre una conclusione | εξάγω τη ρίζα αριθμού == matematica estrarre la radice di un numero

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξαγνιστικός εξαγόμενο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---