Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξαγριώνομαι
ρήμα παθητικό

inferoci`rsi, imbestiali`rsi, anda`re in be`stia, esaspera`rsi

εξαγριώνω  
ρήμα μεταβατικό

inferoci`re, far imbestiali`re, esaspera`re με εξαγρίωσε η συμπεριφορά του == il suo comportamento mi ha esasperato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξαγριωμένος εξαγρίωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---