Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξαγριώνομαι
ρήμα παθητικό inferoci`rsi, imbestiali`rsi, anda`re in be`stia, esaspera`rsi εξαγριώνω ρήμα μεταβατικό inferoci`re, far imbestiali`re, esaspera`re με εξαγρίωσε η συμπεριφορά του == il suo comportamento mi ha esasperato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |