Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξαγοράζομαι
ρήμα παθητικό εξαγοράζω ρήμα μεταβατικό 1 acquista`re, compra`re εξαγοράζω μετοχές εταιρείας == acquistare azioni di una società 2 riscatta`re εξαγοράζω έναν αιχμάλωτο == riscattare un prigioniero | εξαγοράζω ποινή == estinguere una pena mediante il pagamento di una determinata somma 3 ((figurato)) suborna`re, corro`mpere, compra`re εξαγόρασε τους δικαστές == ha corrotto i giudici permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |