Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξαγορά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 risca`tto ~m~ εξαγορά αιχμαλώτων πολέμου == riscatto di prigionieri di guerra | εξαγορά θητείας == pagamento, in alcuni casi, di una certa somma per liberarsi dagli obblighi di leva
2 ((figurato)) subornazio`ne ~f~, il corro`mpere ~m~, il compra`re ~m~ εξαγορά μάρτυρα == subornazione di un teste

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξαγόμενο εξαγοράζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---