Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εκκινητήρας [ουσ αρσ ] εκκολάπτω {εκκόλα-ψα...
εκκινώ {εκκινείς.... εκκόλαψη {-ης κ. -ά...
εκκινών [ουσ αρσ ] εκκόλπωμα {εκκολπώμ-...
εκκλησάκι [ουσ ουδ.] εκκολπωματίτιδα [θηλ.ουσ]
εκκλησάρης [ουσ αρσ ] εκκρεμές {εκκρεμ-ού...
εκκλησάρισσα [θηλ.ουσ] εκκρεμής {εκκρεμ-ού...
έκκληση {-ης κ. -ή... εκκρεμοδικία {εκκρεμοδι...
εκκλησία {εκκλησιών... εκκρεμοδικών [επίθ.]
εκκλησιά [θηλ.ουσ] εκκρεμότητα {εκκρεμοτή...
Εκκλησιαστής [κύρ.όν. αρσ.] εκκρεμώ {εκκρεμείς...
εκκλησιαστικός [επίθ.] έκκριμα {εκκρίμ-ατ...
εκκλησιολογία [θηλ.ουσ] εκκρίνω {εξέκρινα,...
εκκλησιολόγος [ουσ αρσ ] έκκριση {-ης κ. -ί...
εκκλησούλα [θηλ.ουσ] εκκριτικός [επίθ.]
εκκλητεύω {εκκλήτευ-... εκκωφαντικά [επίρ.]
εκκοκκίζω {εκκόκκισ-... εκκωφαντικός [επίθ.]
εκκόκκιση {-ης κ. -ί... εκλαϊκευμένος [επίθ.]
εκκοκκισμένος [επίθ.] εκλαΐκευση [θηλ.ουσ]
εκκοκκισμός [ουσ αρσ ] εκλαϊκευτής [ουσ αρσ ]
εκκοκκιστήριο {-ης κ. -ί... εκλαϊκεύτρια [θηλ.ουσ]
εκκοκκιστικός [επίθ.] εκλαϊκεύω {εκλάί\'κε...
εκκολαπτήριο {εκκολαπτη... εκλαμβάνω {εξέλαβα, ...
εκκολαπτικός [επίθ.] εκλαμπρότατος [επίθ.]
εκκολάπτομαι [ρ. παθ.] εκλαμπρότητα {χωρ. πληθ...
εκκολαπτόμενος [επίθ.] εκλαμψία {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: