Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›εκκλησιολογία

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

εκκλησιολογία  
ουσιαστικό θηλυκό

ecclesiologi`a ~f~

permalink
‹ εκκλησιαστικός
εκκλησιολόγος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

έκκληση {-ης κ. -ή...
εκκλησία {εκκλησιών...
εκκλησιά [θηλ.ουσ]
Εκκλησιαστής [κύρ.όν. αρσ.]
εκκλησιαστικός [επίθ.]
εκκλησιολογία [θηλ.ουσ]
εκκλησιολόγος [ουσ αρσ ]
εκκλησούλα [θηλ.ουσ]
εκκλητεύω {εκκλήτευ-...
εκκοκκίζω {εκκόκκισ-...
εκκόκκιση {-ης κ. -ί...
εκκοκκισμένος [επίθ.]
εκκοκκισμός [ουσ αρσ ]
εκκοκκιστήριο {-ης κ. -ί...
εκκοκκιστικός [επίθ.]
εκκολαπτήριο {εκκολαπτη...
εκκολαπτικός [επίθ.]
εκκολάπτομαι [ρ. παθ.]
εκκολαπτόμενος [επίθ.]
εκκολάπτω {εκκόλα-ψα...


{{ID:EKKLHSIOLOGIA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti