Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκκολαπτόμενος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [εκκολάπτω]
2 in erba, esordie`nte εκκολαπτόμενος καλλιτέχνης == artista esordiente | εκκολαπτόμενος μαθηματικός == matematico in erba

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκκολάπτομαι εκκολάπτω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---