Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκκρεμότητα
ουσιαστικό θηλυκό pende`nza, cose in sospe`so, sospe`so έφυγε αφήνοντα πολλές εκκρεμότητες πίσω του == è partito lasciando molte pendenze da sistemare | έχω εκκρεμότητες με τη δικαιοσύνη == avere pendenze con la giustizia | έχω πολλές εκκρεμότητες == avere molti sospesi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |