Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκκρεμότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

pende`nza, cose in sospe`so, sospe`so έφυγε αφήνοντα πολλές εκκρεμότητες πίσω του == è partito lasciando molte pendenze da sistemare | έχω εκκρεμότητες με τη δικαιοσύνη == avere pendenze con la giustizia | έχω πολλές εκκρεμότητες == avere molti sospesi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκκρεμοδικών εκκρεμώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---