Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκκρεμώ
ρήμα αμετάβατο pe`ndere, e`ssere in sospe`so η υπόθεση εκκρεμεί στη δικαιοσύνη χρόνια τώρα == la causa pende in tribunale da molti anni ormai | εκκρεμεί ένας λογαριασμός μου == avere un conto in sospeso permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |