Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκκρεμοδικία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 pende`nza ~f~
2 ca`usa ~f~ pende`nte
3 questio`ne ~f~ pende`nte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκκρεμής εκκρεμοδικών  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---