Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έκκληση  
ουσιαστικό θηλυκό

appe`llo ~m~, ista`nza ~f~, su`pplica ~f~ απευθύνω έκκληση σε κάποιον == indirizzare un appello a qualcuno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκκλησάρισσα εκκλησία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---