Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκκλησάρης
ουσιαστικό αρσενικό 1 sagresta`no ~m~ 2 sagri`sta ~mf~ εκκλησάρισσα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [εκκλησάρης ^-η, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |