Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεκκλησία
ουσιαστικό θηλυκό 1 chie`sa ~f~ ορθόδοξη εκκλησία == chiesa ortodossa chie`sa ~f~, te`mpio ~m~ η εκκλησία της Αγίας Ειρήνης == la chiesa di Santa Irene 2 storia eccle`sia ~f~, assemble`a ~f~ η Εκκλησία του Δήμου == l'assemblea del popolo εκκλησιά ουσιαστικό θηλυκό ((popolare)) chie`sa ~f~, te`mpio ~m~ η εκκλησιά του Άγιου Παύλος == la chiesa di San Paolo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |