Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εγκυκλοπαιδισμός {χωρ. πληθ... εγχαράσσω {εγχάρα-ξα...
εγκυκλοπαιδιστής [ουσ αρσ ] εγχείρημα {εγχειρήμ-...
εγκυμονώ [-είς, -εί... εγχείρηση {-ης κ. -ή...
εγκυμοσύνη {χωρ. πληθ... εγχειρητικός [επίθ.]
έγκυος [επίθ.] εγχειρίδιο {εγχειριδί...
έγκυρα [επίρ.] εγχειρίζομαι [ρ. παθ.]
έγκυρος [επίθ.] εγχειρίζω {ενεχείρισ...
εγκυρότατος [επίθ.] εγχειρίζωομαι [ρ. παθ.]
εγκυρότερος [επίθ.] εγχείριση [θηλ.ουσ]
εγκυρότητα [θηλ.ουσ] εγχειρούμαι [ρ. παθ.]
εγκύρως [επίρ.] εγχειρώ [-είς, -εί...
εγκυστούμαι [ρ. παθ.] εγχέω {ενέχυσα, ...
εγκύστωση {-ης κ. -ώ... έγχορδα {εγχόρδων}
εγκωμιάζομαι [ρ. παθ.] έγχορδος [επίθ.]
εγκωμιάζω {εγκωμίασ-... έγχρωμος [επίθ.]
εγκωμίαση [θηλ.ουσ] έγχρωμος [ουσ αρσ ]
εγκωμιασμός [ουσ αρσ ] έγχυμα {εγχύμ-ατο...
εγκωμιαστής [ουσ αρσ ] εγχυματογενή [θηλ.ουσ]
εγκωμιαστικός [επίθ.] έγχυση {-ης κ. -ύ...
εγκώμιο {εγκωμί-ου... Εγχύσιμος [επίθ.]
έγνοια [θηλ.ουσ] εγχώριος [επίθ.]
εγνωσμένος [επίθ.] εγώ [αντων.]
εγρήγορση {-ης κ. -ό... εγώ [ουσ ουδ.]
εγχάρακτος [επίθ.] εγωισμός [ουσ αρσ ]
εγχάραξη [θηλ.ουσ] εγωίσταρος [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: