Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εγώ  
αντωνυμία

io εγώ δεν καπνίζω == io non fumo | του μίλησα εγώ o ίδιος == gli ho parlato io, di / in persona | εγώ διατάζω στο σπίτι μου! == sono io che comando in casa mia!+++ξέρω γω; == e che ne so io!

εγώ  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 e`go ~m~ βάζει τo εγώ του πάνω απ' όλα == pone il suo ego al di sopra di ogni cosa
2 ((per estensione)) amor ~m~ proprio, orgoglio ~m~ θίγω τo εγώ κάποιον == ferire l'amor proprio di qualcuno
3 psicologia Io ~m~, ego ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εγχώριος εγωισμός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Τι δουλειά έχω εγώ μ' αυτό; = che c'entro io con ciò? || εγώ ο ίδιος = io stesso [αρσ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---