Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εγωιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 egoi`sta ~m~
2 orgoglio`so, supe`rbo

εγωίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [εγωιστής]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εγωίσταρος εγωιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---