Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εγκυρότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 validità ~f~ πιστοποιώ την εγκυρότητα ενός εγγράφου == attestare la validità di un documento
2 [νόμισμα] co`rso ~m~ lega`le

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εγκυρότερος εγκύρως  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---