Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεγρήγορση
ουσιαστικό θηλυκό 1 sorveglia`nza ~f~ 2 vigila`nza ~f~, ve`glia ~f~ βρίσκομαι σε εγρήγορση == stare all'erta permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |