Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εγχειρίζομαι
ρήμα παθητικό

subire un'operazione

εγχειρίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 consegnare, rimettere εγχειρίζω ένα γραπτό μήνυμα == consegnare un messaggio scritto
2 medicina opera`re τον εγχείρισαν κατεπειγόντως == l'hanno operato d'urgenza

εγχειρίζωομαι
ρήμα παθητικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εγχειρίδιο εγχείριση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---