Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έγχρωμος  
επίθετο

1 cosa colora`to, a colo`ri έγχρωμη τηλεόραση == televisione a colori
2 persona di colo`re

έγχρωμος  
ουσιαστικό αρσενικό

perso`na ~f~ di colo`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  έγχορδος έγχυμα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η έγχρωμη φωτογραφία = fotografia [θηλ.] a colori


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---