Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έγνοια  
ουσιαστικό θηλυκό

1 φροντίδα cu`ra ~f~ η μάνα έχει την έγνοια της οικογένειας == è la madre che si prende cura della famiglia
2 ανησυχία preoccupazio`ne ~f~, pensie`ro ~m~ preoccupazione πέθανε με την έγνοια του ανάπηρού παιδιού του == è morto col pensiero del figlio andicappato | είχα την έγνοια σου == ero preoccupato / in pensiero per te | έννοια σου και… == non ti preoccupare, sta' tranquillo… | έννοια σου, κι εγώ είμαι εδώ == non ti preoccupare, puoi contare su di me! / ci penso io! | έννοια σου, και θα του δείξω εγώ == sta' tranquillo, gliela farò vedere io!

έννοια {2}
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [έγνοια]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εγκώμιο εγνωσμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---