Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεγκυμονώ
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 e`ssere inci`nta / gra`vida 2 ((figurato)) e`ssere pre`gno / denso / pie`no / gra`vido το μέλλον εγκυμονεί κινδύνους == il futuro è pregno / gravido di pericoli permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |