Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δρόσισε [ρ. απρ.] δυαδικός [επίθ.]
δρόσισμα [ουσ ουδ.] δυϊκός [ουσ αρσ ]
δροσισμένος [επίθ.] δυϊσμός [ουσ αρσ ]
δροσιστικός [επίθ.] δυὶστής [επίθ.]
δροσοβολάω [ρ. μτβ.] δυὶστικός [επίθ.]
δροσολογάω [ρ. μτβ.] δύναμαι Ρ αόρ. δυν...
δροσολογώ {δροσολογε... δυνάμει [επίρ.]
δροσόμετρο [ουσ ουδ.] δυνάμεις [θηλ. ουσ πληθ.]
δροσοπηγή [θηλ.ουσ] δύναμη {-ης κ. -ά...
δρόσος [θηλ.ουσ] δυναμική [θηλ.ουσ]
δρόσος [ουσ ουδ.] δυναμικό {χωρ. πληθ...
δροσοσταλίδα [θηλ.ουσ] δυναμικός [επίθ.]
δροσόφιλα [θηλ.ουσ] δυναμικότατος [επίθ.]
δρυάδα [θηλ.ουσ] δυναμικότερος [επίθ.]
δρυΐδης {δρυϊδών} δυναμικότητα {χωρ. πληθ...
δρυϊδισμός [ουσ αρσ ] δυναμικώτατος [επίθ.]
δρύινος [επίθ.] δυναμικώτερος [επίθ.]
δρυμός [ουσ αρσ ] δυναμισμός {χωρ. πληθ...
δρυμώνας [ουσ αρσ ] δυναμίτης {δυναμιτών...
δρυοκολάπτης {δρυοκολαπ... δυναμίτιδα [θηλ.ουσ]
δρυς {δρυ-ός | ... δυναμιτίζω {δυναμίτισ...
δρύφακτο [ουσ ουδ.] δυναμίτις {δυναμίτιδ...
δρω {δρας..., ... δυναμιτιστής [ουσ αρσ ]
δρώμενα {δρωμένων} δυναμιτιστικός [επίθ.]
δυάδα [θηλ.ουσ] δυναμιτίστρια [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: