Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

διαιρέτης {διαιρετών... διαιώνιση {-ης κ. -ί...
διαιρετικός [επίθ.] διαιωνισμένος [επίθ.]
διαιρετός [επίθ.] διακαέστατος [επίθ.]
διαιρετότητα {χωρ. πληθ... διακαέστερος [επίθ.]
διαιρούμαι αόρ. διαιρ... διακαής {διακα-ούς...
διαιρώ {διαιρείς.... διακαινήσιμος {Eιακαινησ...
διαισθάνομαι {διαισθάνθ... διακανονίζω {διακανόνι...
διαίσθηση {-ης κ. -ή... διακανονισμένος [επίθ.]
διαισθητικά [επίρ.] διακανονισμός [ουσ αρσ ]
διαισθητικός [επίθ.] διακατέχω {διακατείχ...
διαισθητικότητα [θηλ.ουσ] διακαώς [επίρ.]
δίαιτα {-ας κ. (λ... διάκειμαι {ενεστ. δι...
διαιτησία {διαιτησιώ... διακείμενος [επίθ.]
διαιτητεύω {διαιτήτευ... διακεκαυμένη [θηλ.ουσ]
διαιτητής {διαιτητρι... διακεκαυμένος [επίθ.]
διαιτητική [θηλ.ουσ] διακεκομμένα [επίρ.]
διαιτητικός [επίθ.] διακεκομμένος [επίθ.]
διαιτήτρια {διαιτητρι... διακεκριμένα [επίρ.]
διαιτοθεραπεία [θηλ.ουσ] διακεκριμένος [επίθ.]
διαιτολογία [θηλ.ουσ] διάκενο {διακέν-ου...
διαιτολόγιο {διαιτολογ... διακηρυγμένος [επίθ.]
διαιτολόγος {διαιτάσαι... διακήρυξη {-ης κ. -ύ...
διαιτώμαι [-άσαι, -ά... διακηρύσσω {διακήρυ-ξ...
διαιωνίζομαι [ρ. παθ.] διακηρύττω {διακήρυ-ξ...
διαιωνίζω {διαιώνισ-... διακηρύχνω (διακήρ-υξ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: