Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιακεκομμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [διακόπτω] 2 disconti`nuo; interro`tto διακεκομμένη τηλεφωνική επικοινωνία==una comunicazione telefonica interrotta 3 tratteggia`to διακεκομμένη γραμμή==linea tratteggiata permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |