Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιακινδυνεύω
ρήμα μεταβατικό rischia`re; me`ttere a repenta`glio διακινδύνευσε τη ζωή του==ha rischiato la vita διακινδυνεύω ρήμα αμετάβατο rischia`re; co`rrere un ri`schio; espo`rsi al peri`colo δεν διακινδυνεύω για χάρη σου==non mi espongo a un rischio per farti piacere permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |