Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διακινητής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 spacciatore ~m~
2 trafficante ~mf~

διακινήτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [διακινητής]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διακίνησις διακινούμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---