Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
διακίνηση
ουσιαστικό θηλυκό
di merce
tra`ffico ~m~; distribuzio`ne ~f~; comme`rcio ~m~
παράνομη διακίνηση ναρκωτικών==traffico, spaccio illegale di droga
διακίνησις
ουσιαστικό θηλυκό
variante letteraria di
[διακίνηση ^-ης, η^]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< διακινημένος
διακινητής >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
διακηρύχνω
(διακήρ-υξ...
διακινδύνευση
[θηλ.ουσ]
διακινδυνεύω
{διακινδύν...
διακινδυνεύω
{διακινδύν...
διακινημένος
[επίθ.]
διακίνηση
{-ης κ. -ή...
διακίνησις
[θηλ.ουσ]
διακινητής
[ουσ αρσ ]
διακινήτρια
[θηλ.ουσ]
διακινούμαι
[ρ. παθ.]
διακινώ
{διακινείς...
διακλαδίζομαι
{διακλαδίσ...
διακλαδισμένος
[επίθ.]
διακλαδωμένος
[επίθ.]
διακλαδώνομαι
(διακλαδ-ώ...
διακλαδώνω
[ρ. μτβ.]
διακλάδωση
{-ης κ. -ώ...
διακοινοτικός
[επίθ.]
διακοινώνω
(διακοίν-ω...
διακοίνωση
{-ης κ. -ώ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis