Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διακίνηση  
ουσιαστικό θηλυκό

di merce tra`ffico ~m~; distribuzio`ne ~f~; comme`rcio ~m~ παράνομη διακίνηση ναρκωτικών==traffico, spaccio illegale di droga

διακίνησις
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [διακίνηση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διακινημένος διακινητής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---