Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαιώνιση
ουσιαστικό θηλυκό il perpetra`re; perpetuazio`ne ~f~ η διαιώνιση τον είδους==la perpetuazione della specie permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |