Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διακατέχω  
ρήμα μεταβατικό

αίσθημα possede`re; pervade`re ένα αίσθημα χαράς με διακατέχει==un senso di gioia mi pervade

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διακανονισμός διακαώς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---