Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιακαέστατος
επίθετο superlativo di [διακαής] διακαέστερος επίθετο comparativo di [διακαής] διακαής επίθετο arde`nte; impetuo`so; foco`so διακαής πόθος==desiderio ardente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |