Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
διαιτητική
ουσιαστικό θηλυκό
medicina
diete`tica ~f~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< διαιτητής
διαιτητικός >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
διαισθητικότητα
[θηλ.ουσ]
δίαιτα
{-ας κ. (λ...
διαιτησία
{διαιτησιώ...
διαιτητεύω
{διαιτήτευ...
διαιτητής
{διαιτητρι...
διαιτητική
[θηλ.ουσ]
διαιτητικός
[επίθ.]
διαιτήτρια
{διαιτητρι...
διαιτοθεραπεία
[θηλ.ουσ]
διαιτολογία
[θηλ.ουσ]
διαιτολόγιο
{διαιτολογ...
διαιτολόγος
{διαιτάσαι...
διαιτώμαι
[-άσαι, -ά...
διαιωνίζομαι
[ρ. παθ.]
διαιωνίζω
{διαιώνισ-...
διαιώνιση
{-ης κ. -ί...
διαιωνισμένος
[επίθ.]
διακαέστατος
[επίθ.]
διακαέστερος
[επίθ.]
διακαής
{διακα-ούς...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis