Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δίαιτα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 die`ta ~f~; nutrizio`ne ~f~
2 die`ta ~f~; regi`me ~f~ κάνω δίαιτα==fare la dieta, essere a dieta | ακολουθώ αυστηρή δίαιτα==seguo una dieta severa
3 storia Die`ta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαισθητικότητα διαιτησία  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


κάνω δίαιτα = essere a dieta


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---