Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαιτητής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 diritto a`rbitro ~m~
2 sport a`rbitro ~m~

διαιτήτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [διαιτητής ^-ή, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαιτητεύω διαιτητική  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---