Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαίσθηση
ουσιαστικό θηλυκό intu`ito ~m~; intuizio`ne~f~ η διαίσθησή μου μού λέει ότι…==il mio intuito mi dice che… | αλάνθαστη διαίσθηση==intuito infallibile permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |