Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαιρούμαι
ρήμα παθητικό divi`dersi διαιρώ ρήμα μεταβατικό 1 divi`dere διαιρώ ένα οικόπεδο==dividere un terreno 2 causa`re una divisio`ne; divi`dere τα οικονομικά διαίρεσαν την οικογένεια==questioni d'interesse hanno diviso la famiglia+++διαίρει και βασίλευε==divide et impera permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |