Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δήωσις [θηλ.ουσ] διαβεβαιωμένος [επίθ.]
δια [πρόθ.] διαβεβαιών [επίθ.]
διάβα [ουσ ουδ.] διαβεβαιώνω {διαβεβαίω...
διαβάζω {διάβασ-α,... διαβεβαίωση {-ης κ. -ώ...
διαβαθμήσιμος [επίθ.] διαβεβαιωτικός [επίθ.]
διαβαθμίζομαι [ρ. παθ.] διαβεβλημένος [επίθ.]
διαβαθμίζω {διαβάθμισ... διάβημα {διαβήμ-ατ...
διαβάθμιση [-εις] διαβήτης {διαβητών}
διαβαθμισμένος [επίθ.] διαβητικός [επίθ.]
διαβαίνω {διάβηκα (... διαβιβάζομαι [ρ. παθ.]
διαβαίνω {διάβηκα (... διαβιβάζω {διαβίβασ-...
διαβαλκανικός [επίθ.] διαβίβαση {-ης κ. -ά...
διαβάλλω Ρ πρτ. διέ... διαβιβάσιμος [επίθ.]
διάβασε! [επιφ.] διαβιβασιμότητα [θηλ.ουσ]
διάβαση {-ης κ. -ά... διαβιβασμένος [επίθ.]
διάβασμα [ουσ ουδ.] διαβιβαστής {διαβιβαστ...
διαβασμένος [επίθ.] διαβιβαστικός [επίθ.]
διαβατάρικος [επίθ.] διαβιβρώσκω (διέβρ-ωσα...
διαβατάρισσα [θηλ.ουσ] διαβιώνω (διαβίωσα)
διαβατήριο {διαβατηρί... διαβίωση {-ης κ. -ώ...
διαβάτης {διαβατών} διαβλέπω {διέβλεψα ...
διαβατικός [επίθ.] διαβλητικός [επίθ.]
διαβάτισσα {δύσχρ. δι... διαβλητός [επίθ.]
διαβατός [επίθ.] διαβόητος [επίθ.]
διαβατότητα [θηλ.ουσ] διαβολάκι {χωρ. γεν....

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: