Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαβατάρικος  
επίθετο

1 ((popolare)) di passa`ggio
2 ((popolare)) transito`rio
3 di uccelli di passo; migrato`re διαβατάρικα πουλιά==uccelli di passo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαβασμένος διαβατάρισσα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---