Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαβεβαιώνω
ρήμα μεταβατικό 1 υπόσχμαι assicura`re; garanti`re σε διαβεβαιώνω ότι αύριο θα είμαι στην Αθήνα==ti assicuro che domani sarò ad Atene 2 επιβεβαιώνω afferma`re; asseri`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |